πολύποδας

πολύποδας
I
Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο θύλακας αποτελεί τη γαστραγγειακή κοιλότητα, που επικοινωνεί με το εξωτερικό περιβάλλον μέσω ενός μόνο ανοίγματος, του στόματος, που βρίσκεται στο επάνω μέρος και φέρει ένα διάδημα από πλοκάμους, προορισμένους για τη σύλληψη της τροφής. Στο τμήμα που βρίσκεται απέναντι από το στόμα, υπάρχει ο λεγόμενος ποδικός δίσκος, με τον οποίο ο π. προσκολλάται στο στήριγμά του, κρατώντας το σώμα γενικά κάθετο προς την επιφάνεια του υποστηρίγματος. Τα τοιχώματα του π. αποτελούνται από δύο στρώματα κυττάρων: ένα εξωτερικό, που λέγεται εξώδερμα, πλούσιο σε κνηστικές ίνες, και ένα εσωτερικό, το ενδόδερμα, που περιλαμβάνει αδενικά κύτταρα και κύτταρα εφοδιασμένα με μαστίγια. Οι π. ζουν κατά αποικίες που μεγαλώνουν μέσω της αφύλου γενεάς των διάφορων ατόμων.
II
(Ιατρ.). Υπερπλαστική αντίδραση ενός βλεννογόνου υπό την επίδραση χρόνιου φλεγμονώδους ερεθίσματος που προκαλεί το σχηματισμό μιας εκβλάστησης η οποία αποτελείται από τα ίδια τα δομικά στοιχεία του βλεννογόνου από τον οποίο προέρχεται. Οι π. μπορεί να είναι μονήρεις ή πολλαπλοί· ο μονήρης π. αναπτύσσεται συχνότερα στο βλεννογόνο της μύτης και της μήτρας· πολλαπλοί π. βρίσκονται συχνότερα στο στομάχι, στο λεπτό έντερο και ιδίως στο παχύ και στο ευθύ έντερο, όπου μπορεί να φτάνουν και να ξεπερνούν τους εκατό· οι π., ιδίως του παχέος και του ευθέος εντέρου, θεωρούνται ως προκαρκινωματικές βλάβες, γι’ αυτό πρέπει ν’ αφαιρούνται χειρουργικά το ταχύτερο.
* * *
και πολύπους, ο / πολύπους, -ουν, ΝΜΑ, και πολύπος και ιων. τ. πουλύπους και πούλυπος και πώλυπος και πῶλυψ, ὁ, Α
το αρσ. ως ουσ. α) το χταπόδι
β) ιατρ. μαλακός σαρκώδης ή ινώδης, συνήθως καλοήθης, όγκος τού βλεννογόνου τής ρινικής κοιλότητας, τού πεπτικού συστήματος ή τής μήτρας
νεοελλ.
ζωολ. η εδραία μορφή τών κνιδοζώων, μοναχική όπως η έδρα τού γλυκού νερού, ή άτομο που συμμετέχει στη συγκρότηση μιας αποικίας
μσν.
φρ. «πολύπους βοτάνη» — το φυτό πολυπόδιο
αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά πόδια, που φτάνει οπωσδήποτε κάπου (α. «πολύπους και πολύχειρ Έρινῡς», Σοφ.
β. «πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακόν», Ποσείδ.)
2. αυτός που πατιέται από πολλά πόδια («πολύπους χῶρος»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὸ πολύποδα
α) κατηγορία εντόμων
β) οι σαρανταποδαρούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πολύπους με σημ. «είδος εντόμων με πολλά πόδια» είναι συνθ. < πολυ-* + πούς. Προβλήματα ωστόσο γεννά ο θεματικός τ. πώλυπος (πρβλ. λατ. pōlypus «θαλάσσιο ζώο») με πιθανή αρχική σημ. «χταπόδι». Μ' αυτή τη σημ. ο τ. πώλυπος θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί δάνεια λ. μεσογειακής προέλευσης, που έλαβε τη μορφή πολύπους από παρετυμολ. επίδραση τού πολυ-* + πούς. Στην κλίση, τέλος, τού τ. πώλυπος υπερίσχυσε η αθέματη κλίση τού πολύπους, που μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. δοτ. polupode) και τον Όμηρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύποδας — ο 1. θαλάσσιο ζώο. 2. καλοήθης όγκος: Έκανε εγχείρηση πολύποδα στη μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύποδας — πολύπους 1 many footed masc/fem acc pl πολύπους 2 poulp masc/fem acc pl πολύπους 2 poulp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMPHIDROMIA — etsi von fuerit Amphidromiorum publica sollennitas, sed privatorum affectibus conscrata: tamen hîc omittenda nonfuit, quodcum omnes sigillatim homines specter, etiam Δημοτελὴς appellari quodammodo videarut. Igitur Α᾿μφιδρόμια, vel ut alii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γονάγγειο — το αναπαραγωγικός πολύποδας των υδροζώων, δηλαδή χιτινώδης διαφανής σάκος (γονοθήκη) που εγκλείει το βλαστόστυλο και τους μεδουσοφόρους οφθαλμούς πάνω σ αυτό …   Dictionary of Greek

  • ενδοτραχηλικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό τού τραχήλου τής μήτρας («ενδοτραχηλικός πολύποδας») …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • οσμύλη — ὀσμύλη, ἡ (Α) ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα ύλη (πρβλ. κογχ ύλη)] …   Dictionary of Greek

  • πολύπος — ὁ, Α βλ. πολύποδας …   Dictionary of Greek

  • πολύπους — οδος, ο βλ. πολύποδας …   Dictionary of Greek

  • πουλύπους — ποδος, ὁ, Α βλ. πολύποδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”